- αιρεσιομάχος
- αἱρεσιομάχος, -ον (Α)αυτός που αγωνίζεται για την επικράτηση μιας αιρέσεως.[ΕΤΥΜΟΛ. < αἵρεσις + -μάχος < μάχομαι.ΠΑΡ. αρχ. αἱρεσιομαχῶ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αἱρεσιομάχοι — αἱρεσιομάχος fighting for a sect masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱρεσιομάχοις — αἱρεσιομάχος fighting for a sect masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱρεσιομάχων — αἱρεσιομάχος fighting for a sect masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίρεση — Αρχικά ο όρος α. είχε φιλοσοφική και πολιτική σημασία και σήμαινε την προτίμηση που μπορούσε να έχει κανείς για μια ορισμένη φιλοσοφική διδασκαλία. Στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει μια φιλοσοφική σχολή, μια ομάδα ή κόμμα πολιτικό,… … Dictionary of Greek
αιρεσιομαχώ — αἱρεσιομαχῶ ( έω) (Α) [αἱρεσιομάχος] αγωνίζομαι για να επικρατήσει μια αίρεση … Dictionary of Greek
μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε … Dictionary of Greek